Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγνωτικός
1 εγγραφή
στεγνωτικός -ή -ό [steγnotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το στέγνωμα, με την αφαίρεση υγρών: Στεγνωτικά υλικά, που προκαλούν γρήγορο στέγνωμα. || (ως ουσ.) το στεγνωτικό, ονομασία ουσιών που προκαλούν τη γρήγορη εξάτμιση διάφορων υλικών τα οποία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στο βάψιμο κτλ.: Ρίξε στεγνωτικό στη λαδομπογιά.

[λόγ. στεγνω- (δες στεγνώνω) -τικός (διαφ. το ελνστ. στεγνωτικός `που προκαλεί δυσκοιλιότητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες