Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεγνωτήριο το [steγnotírio] Ο40 : ονομασία συσκευών, ιδίως ηλεκτρικών, ή κατασκευών που χρησιμοποιούνται για στέγνωμα: Πλυντήριο και ~ ρούχων.
[λόγ. στεγνω- (δες στεγνώνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. séchoir]



