Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεατικός
1 εγγραφή
στεατικός -ή -ό [steatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το λίπος και ιδίως προέρχεται ή παράγεται από αυτό: Στεατικά κεριά. || (χημ.) Στεατικό νάτριο / οξύ. Στεατικά άλατα.

[λόγ. στεατ- (στέαρ) -ικός μτφρδ. γαλλ. stéarique < αρχ. στέαρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες