Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεατικός -ή -ό [steatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το λίπος και ιδίως προέρχεται ή παράγεται από αυτό: Στεατικά κεριά. || (χημ.) Στεατικό νάτριο / οξύ. Στεατικά άλατα.
[λόγ. στεατ- (στέαρ) -ικός μτφρδ. γαλλ. stéarique < αρχ. στέαρ]