Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταχτώνω
1 εγγραφή
σταχτώνω [staxtóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. σκεπάζω ή λερώνω κτ. με στάχτη. 2. κάνω κτ. σταχτί, γκρίζο.

[μσν. στακτώνω < στάκτ(η δες στο στάχτη) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες