Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταχτώνω [staxtóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. σκεπάζω ή λερώνω κτ. με στάχτη. 2. κάνω κτ. σταχτί, γκρίζο.
[μσν. στακτώνω < στάκτ(η δες στο στάχτη) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]