Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταχολογώ
1 εγγραφή
σταχολογώ [staxoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λογοτ.) σταχυολογώ.

[λόγ. σταχυολογώ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. στάχ(υ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες