Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταφιδιάζω [stafiδjázo] Ρ2.1α μππ. σταφιδιασμένος : 1. (ιδ. για καρπό) χάνω τους χυμούς, ξηραίνομαι και αποκτώ ζάρες όπως η σταφίδα: Σταφίδιασαν τα σταφύλια / τα σύκα. 2. (μτφ., για πρόσ.) α. ζαρώνει το δέρμα μου: Mια σταφιδιασμένη γριά. β. χάνω τη ζωτικότητά μου: Σταφιδιασμέ νη ψυχή.
[σταφίδ(α) -ιάζω]