Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυροπηγιακός
1 εγγραφή
σταυροπηγιακός -ή -ό [stavropijiakós] Ε1 : (εκκλ., για μοναστήρι) που ανήκει στη δικαιοδοσία όχι του τοπικού μητροπολίτη αλλά του επικεφαλής της εκκλησίας, κυρίως του πατριάρχη: Σταυροπηγιακή μονή.

[λόγ. < μσν. σταυροπήγι(ον) `τοποθέτηση σταυρού στη θέση νέας εκκλησίας΄ (< σταυρο- + πηγ- θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄ -ιον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες