Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυροειδής
1 εγγραφή
σταυροειδής -ής -ές [stavroiδís] Ε10 : που έχει σχήμα σταυρού· σταυρικός: ~ κατασκευή / διάταξη. Σταυροειδές σχήμα / κτίσμα. || (ως ουσ., αρχαιολ., για ναό ιδ. βυζαντινό): ~ με τρούλο. σταυροειδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σταυροειδής, σταυροειδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες