Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυροβελονιά
1 εγγραφή
σταυροβελονιά η [stavroveloná] Ο24 : είδος βελονιάς κατά το οποίο οι κλωστές ενώνονται μεταξύ τους χιαστί.

[σταυρο- + βελονιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες