Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυραετός
1 εγγραφή
σταυραετός ο [stavraetós] & σταυραϊτός ο [stavr(ai)tós] Ο17 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. είδος μικρόσωμου αετού. || (επέκτ.) ο αετός γενικά καθώς και η σχετική παράσταση: Έχει μάτι σταυραϊτού. Έχουν στα στήθη τους το σταυραϊτό. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός ηρωικού προσώπου, ιδίως πολεμιστή που δρα σε ορεινή περιοχή, για εκδήλωση θαυμασμού προς αυτό: Οι σταυραϊτοί του Ολύμπου / της Ρούμελης, για κλέφτες κατά την Tουρκοκρατία ή αντάρτες κατά την Aντίσταση.

[σταυρ(ο)- + αετός, αϊτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες