Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στατική η [statikí] Ο29 : κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας: ~ των στερεών σωμάτων.
[λόγ. < γαλλ. statique < θηλ. του αρχ. στατικός `που αναφέρεται στην ισορροπία των σωμάτων΄ (διαφ. το αρχ. στατική `η τέχνη του ζυγίσματος΄)]
- στατικός -ή -ό [statikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση 1, που προκαλεί ακινησία ή βρίσκεται σε ακινησία: Στατική εικόνα. Στατική μορφή. || (φυσ.): ~ ηλεκτρισμός, όταν τα ηλεκτρικά φορτία ενός σώματος βρίσκονται σε κατάσταση ακινησίας. || (ψυχ.): Στατικό αίσθημα / στατική αίσθηση, η αίσθηση του χώρου καθώς και της θέσης του σώματός μας μέσα σ΄ αυτόν. || (οικον.): Στατική οικονομία, όταν τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στη στατική: ~ έλεγχος ενός οικοδομήματος. Στατική μελέτη μιας κατασκευής. Στατικές ικανότητες του οπλισμένου σκυροδέματος.
στατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στατικός `που σταματάει κτ.΄ & σημδ. γαλλ. statique < αρχ. στατικός]



