Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στασιαστής
1 εγγραφή
στασιαστής ο [stasiastís] Ο7 θηλ. στασιάστρια [stasiástria] Ο27 : αυτός που στασιάζει, που συμμετέχει σε στάση: Οι αρχηγοί των στασιαστών. Οι στασιαστές ζήτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης. || (ως επίθ.): Οι στασιαστές στρατηγοί.

[λόγ. < ελνστ. στασιαστής· λόγ. στασιασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες