Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στασίδι
1 εγγραφή
στασίδι το [stasíδi] Ο44 : καθένα από τα ξύλινα καθίσματα, τα οποία είναι τοποθετημένα κατά μήκος των τοίχων ενός ορθόδοξου ναού και έχουν σπαστό συνήθ. κάθισμα, ψηλό ερεισίνωτο και υπερυψωμένους βραχίονες, για να μπορούν οι πιστοί να στηρίζουν το σώμα τους σε όρθια στάση.

[μσν. στασίδι < στασίδιον υποκορ. του αρχ. στάσ(ις) `τοποθέτηση΄ -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες