Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταξιά η [staksxá] Ο24 : (προφ.) 1. η σταγόνα, κυρίως στην έκφραση μια ~, πολύ μικρή ποσότητα. 2. λεκές από στάξιμο.
[αρχ. στάξ(ις) `στάξιμο΄ -ιά]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. στάξ(ις) `στάξιμο΄ -ιά]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |