Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταξιά
1 εγγραφή
σταξιά η [staksxá] Ο24 : (προφ.) 1. η σταγόνα, κυρίως στην έκφραση μια ~, πολύ μικρή ποσότητα. 2. λεκές από στάξιμο.

[αρχ. στάξ(ις) `στάξιμο΄ -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες