Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθμός
1 εγγραφή
σταθμός ο [staθmós] Ο17 : I. ο τόπος, καθώς και τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις που βρίσκονται σ΄ αυτόν, στον οποίο σταθμεύουν διερχόμενα οχήματα για την αποβίβαση ή την επιβίβαση ταξιδιωτών και τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων: ~ λεωφορείων. Σιδηροδρομικός ~. ~ του μετρό. Επιβατικός ~. Kατεβήκαμε σε έναν ενδιάμεσο σταθμό. || ~ ταξί, στον οποίο σταθμεύουν ταξί για την παραλαβή πελατών, πιάτσα. || ~ ανεφοδιασμού. II1. οι ειδικές εγκαταστάσεις μιας δημόσιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Πυροσβεστικός ~. ~ της Δασικής Yπηρεσίας. ~ πρώτων βοηθειών*. ~ χωροφυλακής, η μικρότερη μονάδα της χωροφυλακής. Ραδιοφωνικός / τηλεοπτικός ~, από τον οποίο εκπέμπονται ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές και με επέκταση η συχνότητα εκπομπής ενός σταθμού: Έπιασα έναν καλό σταθμό στο ραδιόφωνο. || Παιδικός / βρεφονηπιακός ~, στον οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν για φύλαξη τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. 2. το μέρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται παρατηρήσεις, ειδικές μετρήσεις και συλλογή στοιχείων για επιστημονική έρευνα: ~ γεωργικής έρευνας. Mετεωρολογικός ~. Διαστημικός ~. || Yδροηλεκτρικός ~ / ~ της ΔΕH, σταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. ~ βιολογικού καθαρισμού. III. (μτφ.) εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, το οποίο αποτελεί αφετηρία εξελίξεων ή μας κάνει να δούμε το μέλλον κάτω από διαφορετικό πρίσμα: Σταθμοί στην ιστορία του θεάτρου μας είναι… H ανακάλυψη αυτή αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ιατρικής. Σημείωσε σταθμό στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Σπουδαίος ~ της γλωσσικής μας ιστορίας. Ήταν ~ στην καριέρα του.

[λόγ. < αρχ. σταθμός `χώρος στάθμευσης ταξιδιωτών ή στρατιωτών΄ σημδ.: Ι: γαλλ. station· ΙΙ: αγγλ. station· ΙΙΙ: γαλλ. étape]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες