Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθμεύω
1 εγγραφή
σταθμεύω [staθmévo] Ρ5.1α μππ. σταθμευμένος : (για οχήματα) διακόπτω την πορεία και παραμένω προσωρινά και για σύντομο χρονικό διάστημα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο: Tο τρένο θα σταθμεύσει για δύο μόνο λεπτά. Δεν μπορείτε να σταθμεύσετε εδώ, να παρκάρετε. Yπάρχουν πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα. || (στρατ.) για στρατιωτική μονάδα που παραμένει για σύντομο χρονικό διάστημα σε κπ. τόπο για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση.

[λόγ. < ελνστ. σταθμεύω `πιάνω διαμονή΄ σημδ. γαλλ. stationner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες