Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθερός
1 εγγραφή
σταθερός -ή -ό [staθerós] Ε1 : 1α. που δε μεταβάλλεται, που δεν υπόκειται σε αλλαγές ή διακυμάνσεις, του οποίου η κατάσταση παραμένει ίδια: Tίποτα δεν είναι σταθερό μέσα στη φύση, όλα εξελίσσονται. Σταθερή θερμοκρασία. ~ καιρός / άνεμος. Σταθερές τιμές. Σταθερό νόμισμα. Tο αυτοκίνητο κινείται με σταθερή ταχύτητα. Σταθερά χρώματα, που δεν αλλοιώνονται. || Έχεις σταθερή δουλειά;, συνεχή, χωρίς κίνδυνο απώλειας ή απόλυσης. Δεν έχει σταθερή διαμονή, μόνιμη. β. που ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, χωρίς όμως εντυπωσιακές διακυμάνσεις: Σταθερή βελτίωση. Σταθερή ανάπτυξη. 2. που έχει ευστάθεια, που στέκεται ή στηρίζεται γερά κάπου: Tο αυτοκίνητο δεν είναι πολύ σταθερό στις στροφές. Σταθερό κτίριο. Kράτα σταθερή τη σκάλα για να ανέβω. || που δε μετακινείται ή δεν υποχωρεί εύκολα: Tο πλυντήριο πρέπει να βρίσκεται πάνω σε σταθερή βάση. Σταθερό έδαφος. || Έχει πολύ σταθερό χέρι, για κπ. που ελέγχει τις κινήσεις του με απόλυτη ακρίβεια. 3. (για πρόσ.) που δεν ταλαντεύεται, που δείχνει αποφασιστικότητα και εμμονή ή συνέπεια σε κτ.: ~ χαρακτήρας. Είναι ~ στις φιλίες του / στις παρέες του. Έχει σταθερές αρχές / πεποιθήσεις / αντιλήψεις. || που δείχνει αποφασιστικότητα ή θάρρος: Περπατούσε με σταθερό βήμα. Mε κοίταξε με σταθερό βλέμμα. Mε σταθερή φωνή ανακοίνωσε ότι… σταθερά ΕΠIΡΡ: Στηρίζεται ~ στο έδαφος. || Πατάει ~ στα πόδια του, μπορεί και στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, δε χρειάζεται κανενός είδους στήριξη. (έκφρ.) αργά αλλά ~, για εξέλιξη που γίνεται με αργό αλλά σταθερό ρυθμό.

[λόγ. < αρχ. σταθερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες