Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταδία
2 εγγραφές [1 - 2]
σταδία η [staδía] Ο25 : ειδικό κοντάρι με χαραγμένες διαβαθμίσεις, που χρησιμοποιείται ως τοπογραφικό όργανο.

[λόγ. < γαλλ. stadia ίσως < ελνστ. σταδία, θηλ. του στάδιος `που στέκεται όρθιος΄, αρχ. σημ.: `σταθερός΄ (διαφ. το ελνστ. σταδία `λάμπα΄)]

σταδιακός -ή -ό [staδiakós] Ε1 : που δε γίνεται απότομα, που ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, σχετικά αργή αλλά σταθερή: Σταδιακή βελτίωση του καιρού. Παρατηρείται σταδιακή αύξηση / μείωση. Σταδιακή υποχώρη ση. σταδιακά ΕΠIΡΡ: ~ ο καιρός θα βελτιωθεί.

[λόγ. στάδι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες