Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταβλάρχης
1 εγγραφή
σταβλάρχης ο [stavlárxis] Ο10 : το αξίωμα του προϊσταμένου των βασιλικών στάβλων και ο αντίστοιχος τίτλος.

[λόγ. στάβλ(ος) + -άρχης μτφρδ. γερμ. Stallmeister]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες