Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέρεμα
1 εγγραφή
στέρεμα το [stérema] Ο49 : το αποτέλεσμα του στερεύω: Tο ~ μιας πηγής / του νου.

[στερεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες