Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στένωμα
1 εγγραφή
στένωμα το [sténoma] Ο49 : το σημείο στο οποίο στενεύει κτ.: Tο ~ του δρόμου. α. (ανατ., ιατρ.): Tα στενώματα του ουρητήρα / οισοφάγου. ~ της ουρήθρας, στένωση. β. (λαϊκότρ.) στενή διάβαση ιδίως ανάμεσα σε βουνά· στενό.

[β: ελνστ. στένωμα· α: λόγ. σημδ. γαλλ. rétrécissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες