Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στέμφυλο το [stémfilo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι απομένει μετά το πάτημα των σταφυλιών και την αφαίρεση του μούστου.
[λόγ. < αρχ. στέμφυλον]
- στεμφυλόπνευμα το [stemfilópnevma] Ο49 : ονομασία οινοπνεύματος ή οινοπνευματωδών ποτών που παράγονται από στέμφυλα· (πρβ. τσίπου ρο, τσικουδιά).
[λόγ. στέμφυλ(ον) -ο- + -πνευμα κατά το οινόπνευμα]