Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέκω
1 εγγραφή
στέκω [stéko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : στέκομαι. 1. (λαϊκότρ.) παύω να κινούμαι, να βαδίζω, σταματώ. 2. (προφ.) είμαι όρθιος: Ο στρατιώτης στέκει σε στάση προσοχής. ΦΡ στέκει καλά κάποιος, βρίσκεται σε καλή φυσι κή κατάσταση ή σε οικονομική ευρωστία. || Στην κορυφή του λόφου στέκει ένας πύργος, υψώνεται. 3. (στο γ' πρόσ.) είναι σωστό, δίκαιο, ισχύει: Tο φέρσιμό σου δε στέκει. Οι δικαιολογίες σου δε στέκουν. || (απρόσ.): Δε στέκει καθηγητής άνθρωπος να γυρίζεις όλη νύχτα στις ταβέρνες.

[αρχ. ἕστηκα (πρκ. του ἵσταμαι `στέκομαι΄) > νέος ενεστ. ελνστ. στήκω > μσν. στέκω με επίδρ. του τ. στένω < στήνω με βάση τον αόρ. έστεσα που σχηματίστηκε κατά το έπεσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες