Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στέγνα η [stéγna] Ο25α : 1. (προφ.) η στεγνότητα, η έλλειψη υγρασίας, νερού. || στεγνό μέρος, στεγνός τόπος: Mην πατάς στα νερά· έλα από εδώ, από τη ~. 2. (λογοτ.) πλήρης έλλειψη διακοσμητικών ή συναισθηματικών στοιχείων.
[στεγν(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]