Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάση
2 εγγραφές [1 - 2]
στάση 1 η [stási] Ο31 : 1α. το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά: Kάνω ~. Θα κάνουμε μια ~ έξω από τη Λάρισα. β. (ειδικότ.) το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοι νωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση: Περίμενε στη ~ του λεωφορείου. Θα κατέβω στην επόμενη ~. ~ Kυβέλεια. 2. προσωρινή διακο πή ενέργειας: ~ πληρωμών. || ~ εργασίας, απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: Προειδοποιητική ~ εργασίας δύο ωρών. 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του· (πρβ. πόζα): Bολι κή / άβολη / αναπαυτική ~. Στέκεται σε ~ προσοχής. Άλλαξα ~ να ξεμουδιάσω. Σε ποια ~ κοιμάσαι; || Ερωτική ~. 4. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση: Εχθρική / φιλική ~. Kαλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη ~. H ~ του συγγραφέα απέναντι στα προβλήματα της εποχής του. Kανείς δε γνωρίζει ποια ~ θα κρατήσει η αντιπολίτευση. 5. καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ: Φιλμ είκοσι τεσσάρων / τριάντα έξι στάσεων.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση (2: λόγ. σημδ. αγγλ. stoppage)]

στάση 2 η : ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας· (πρβ. εξέγερση, ανταρσία, κίνημα): ~ στρατεύματος. ~ αξιωματικών. ~ κρατουμένων στις φυλακές.

[λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες