Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στάνη η [stáni] Ο30α : περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη αιγοπροβάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ελνστ. *στάνη (πρβ. ελνστ. βουστάνη `στάβλος για βόδια΄)]



