Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπόρτσμαν ο [spórtsman] θηλ. σπορτσγούμαν [spórtsγúman] Ο (άκλ.) : αυτός που του αρέσει να αθλείται ή να επιδίδεται σε κάποιο σπορ.
[λόγ. < αγγλ. sportsman, sportswoman]