Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπυριάρης
1 εγγραφή
σπυριάρης -α -ικο [spirjáris] Ε9 : που είναι γεμάτος σπυριά. || (ως ουσ.).

[σπυρ(ί)1 -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες