Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπρίντερ
1 εγγραφή
σπρίντερ ο [spríder] θηλ. σπρίντερ [spríder] Ο (άκλ.) : (αθλ.) αθλητής αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης: Οι Έλληνες ~ των εκατό / των διακοσίων μέτρων.

[λόγ. < αγγλ. sprinter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες