Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σποδός
1 εγγραφή
σποδός η [spoδós] Ο34 : η στάχτη από την καύση νεκρού, ό,τι μένει από το πτώμα μετά την καύση.

[λόγ. < αρχ. σποδός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες