Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπληνικός
1 εγγραφή
σπληνικός -ή -ό [splinikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη σπλήνα: Σπληνική αρτηρία / φλέβα. Σπληνική αναιμία.

[λόγ. < αρχ. σπληνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες