Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπλαχνίζομαι [splaxnízome] Ρ2.1β : (προφ.) ευσπλαχνίζομαι.
[ελνστ. σπλαγχνίζομαι με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < εὐσπλαγχνίζομαι (< αρχ. εὔσπλαγχνος)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. σπλαγχνίζομαι με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < εὐσπλαγχνίζομαι (< αρχ. εὔσπλαγχνος)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |