Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπλάχνο
3 εγγραφές [1 - 3]
σπλάχνο το [spláxno] & σπλάγχνο το [spláŋxno] στη σημ. I1 Ο39 : I. (συνήθ. στον πληθ.) 1. (ανατ.) γενική ονομασία των οργάνων που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του κορμού του ανθρώπου και των ζώων: Διατάχτηκε η ιστολογική εξέταση των σπλάγχνων. 2. (μτφ.) α. Είναι βγαλμένος από τα σπλάχνα του λαού, είναι γνήσιος άνθρωπος του λαού. || Tα σπλάχνα της γης, τα έγκατα. β. η καρδιά, ως έδρα των συναισθημάτων: H λαχτάρα φούντωσε μέσα στα σπλάχνα του. II. (οικ.) με συναισθηματική φόρτιση, το παιδί κάποιου: Tο ~ μου να απαρνηθώ;

[μσν. σπλάχνον < αρχ. σπλάγχνον και με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

σπλαχνοπτωσία η [splaxnoptosía] & σπλαγχνοπτωσία η [splaŋxnoptosía] Ο25 : (ιατρ.) χαλάρωση και μετατόπιση προς τα κάτω των σπλάχνων της κοιλιάς.

[λόγ. < γαλλ. splanchnoptose < αρχ. σπλάγχνο(ν) + -ptose < αρχ. πτῶσ(ις) -ία και με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

σπλαχνοσκοπία η [splaxnoskopía] & σπλαγχνοσκοπία η [splaŋxnosko pía] Ο25 : μαντεία που γινόταν με την εξέταση των σπλάχνων του ζώου το οποίο είχε θυσιαστεί.

[λόγ. < αρχ. σπλαγχνοσκοπία και με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες