Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιτονοικοκύρης
1 εγγραφή
σπιτονοικοκύρης ο [spitonikokíris] Ο11 θηλ. σπιτονοικοκυρά [spitonikokirá] Ο24 : ο ιδιοκτήτης και εκμισθωτής κατοικίας σε σχέση προς το μισθωτή.

[σπίτ(ι) -ο- + νοικοκύρης· σπιτονοικοκύρ(ης) -ά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες