Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιράλ
1 εγγραφή
σπιράλ το [spirál] Ο (άκλ.) : 1. γενική ονομασία για διάφορα αντικείμενα τα οποία έχουν το σχήμα ελικοειδούς σωλήνα. α. (ιατρ.) σπειροειδές έλασμα το οποίο τοποθετείται στη μήτρα ως μέθοδος αντισύλληψης. β. είδος εντομοαπωθητικού. γ. είδος τετραδίου του οποίου τα φύλλα συνδέονται με σπειροειδές πλαστικό ή σύρμα. 2. (ως επίθ.) για οτιδήποτε έχει ελικοειδές σχήμα: Σωλήνες ~. Kαλώδιο ~. Tετράδιο ~.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. spiral < μσνλατ. spiralis < λατ. spira < αρχ. σπεῖρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες