Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπινθηρογραφία η [spinθiroγrafía] Ο25 : διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην απεικόνιση, επάνω σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια, των ραδιενεργών ακτίνων τις οποίες εκπέμπει κάποιο όργανο του σώματος, ύστε ρα από την εισαγωγή στον οργανισμό μιας ραδιενεργού ουσίας η οποία συγκεντρώνεται στο όργανο αυτό.
[λόγ. σπινθηρ- (σπινθήρας) -ο- + -γραφία μτφρδ. αγγλ. scintigraphy (-graphy = -γραφία)]