Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπινθηρογράφημα το [spinθiroγráfima] Ο49 : (ιατρ.) η απεικόνιση σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια της κατανομής της ραδιενέργειας σε ένα όργανο του σώματος με τη μέθοδο της σπινθηρογραφίας.
[λόγ. σπινθηρ- (σπινθήρας) -ο- + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. scintigram (-gram = -γράφημα)]