Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπινθηρισμός
1 εγγραφή
σπινθηρισμός ο [spinθirizmós] Ο17 : (λόγ.) σπίθισμα.

[λόγ. < ελνστ. σπινθηρισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες