Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπινθηρίζω
1 εγγραφή
σπινθηρίζω [spinθirízo] Ρ2.1α : σπιθίζω.

[λόγ. < ελνστ. σπινθηρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες