Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιθούρι
1 εγγραφή
σπιθούρι το [spiθúri] Ο44 : μικρό σπυρί, εξάνθημα στο δέρμα. σπιθουράκι το YΠΟKΟΡ: Kάτι που έφαγα με πείραξε και έβγαλα κάτι σπιθουράκια.

[ίσως σπίθ(α) -ούρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες