Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπιθίζω [spiθízo] Ρ2.1α : πετώ, βγάζω σπίθες, για ζωηρή φωτιά που τη δεχόμαστε ευχάριστα· σπιθοβολώ: H φωτιά σπίθιζε στο τζάκι. || (μτφ.): Tα μάτια του σπίθιζαν έξυπνα.
[μσν. *σπιθίζω < σπινθ- (δες στο σπινθήρας) -ίζω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ]