Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπηλιά η [spilá] Ο24 : βαθύ κοίλωμα μέσα σε βράχο ή κάτω από το έδαφος, το σπήλαιο: Σκοτεινή / βαθιά ~. Yπόγειες σπηλιές. Θαλασσινές σπηλιές, σε βραχώδεις ακτές.
[αρχ. σπήλ(αιον) -ιά]