Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεσιαλίστας
1 εγγραφή
σπεσιαλίστας ο [spesialístas] Ο3 & σπεσιαλίστ ο [spesialíst] Ο (άκλ.) θηλ. σπεσιαλίστρια [spesialístria] Ο27 & σπεσιαλίστα [spesialísta] Ο25 : (προφ.) ο ειδικός, ο ειδικευμένος σε κτ., αυτός που ξεχωρίζει, που είναι πολύ καλός σε ένα συγκεκριμένο τομέα: Είναι ~ στους καφέδες. ~ στο είδος του.

[λόγ. < γαλλ. spécialiste & με προσαρμ. στη δημοτ. -ίστας· λόγ. σπεσιαλίσ(τ) -τρια· λόγ. σπεσιαλ(ίστας) -ίστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες