Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπερματοζωάριο
1 εγγραφή
σπερματοζωάριο το [spermatozoário] Ο42 : (βιολ.) το αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρο.

[λόγ. < γαλλ. spermatozoaire < spermato- = σπερματο- + αρχ. ζῷ(ον) -άριον (η παραγωγή δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της αρχ. ελλην.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες