Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπερματοδόχος
1 εγγραφή
σπερματοδόχος -ος / -α -ο [spermatoδóxos] & σπερμοδόχος -ος / -α -ο [spermoδóxos] Ε14 : (ανατ.) που δέχεται ή περικλείει το σπέρμα: ~ κύστη.

[λόγ. σπερματο-, σπερμο- + -δόχος απόδ. αγγλ.(;) seminal cyst]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες