Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπερματαγωγός -ός -ό [spermataγoγós] Ε16 : (ανατ.) ~ πόρος, η δίοδος διά μέσου της οποίας εξέρχεται το σπέρμα.
[λόγ. σπερματ(ο)- + αγωγός μτφρδ. αγγλ.(;) spermatic duct]