Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπερματαγωγός
1 εγγραφή
σπερματαγωγός -ός -ό [spermataγoγós] Ε16 : (ανατ.) ~ πόρος, η δίοδος διά μέσου της οποίας εξέρχεται το σπέρμα.

[λόγ. σπερματ(ο)- + αγωγός μτφρδ. αγγλ.(;) spermatic duct]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες