Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεκουλαδόρος
1 εγγραφή
σπεκουλαδόρος ο [spekulaδóros] Ο18 : (προφ.) αυτός που συνηθίζει ή είναι ικανός να σπεκουλάρει. α. (παρωχ.) κερδοσκόπος, σπεκουλάντης: Γέμισε η αγορά αεριτζήδες και σπεκουλαδόρους. β. αυτός που σπεκουλάρει (συνήθ. σε πολιτικές συζητήσεις): Θρασύτατος ~ και φυσικά κακόπιστος συζητητής.

[ιταλ. specul(atore) με προσαρμ. στο επίθημα -αδόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες