Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεκουλάρω
1 εγγραφή
σπεκουλάρω [spekuláro] Ρ6α : 1. (παρωχ.) επιδιώκω υπερβολικό κέρδος· κερδοσκοπώ. 2. (προφ.) επιχειρώ να εκμεταλλευτώ ή εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία για να προπαγανδίσω την άποψή μου, συνήθ. στη διάρκεια μιας συζήτησης. || Όσοι δε λογαριάζουν το λαό σπεκουλάρουν ανεύθυνα πά νω στις ευαισθησίες του, τις εκμεταλλεύονται στηριζόμενοι σε αυτές.

[ιταλ. specular(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες