Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπειρωτός
1 εγγραφή
σπειρωτός -ή -ό [spirotós] Ε1 : ο σπειροειδής.

[λόγ. σπείρ(α) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες