Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπαρτικός -ή -ό [spartikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για τη σπορά: Σπαρτική μηχανή. Σπαρτικά μηχανήματα. || (ως ουσ.) τα σπαρτικά, η αμοιβή ή τα έξοδα για σπορά.
[λόγ. < αρχ. σπαρτικός `βλαστικός΄ σημδ. γαλλ. semoir]